- εκζητώ
- (ε) μετ.1) изыскивать; 2) отыскивать, искать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκζητώ — ( έω) (AM ἐκζητῶ) αναζητώ, ζητώ να βρω νεοελλ. 1. αναζητώ κάτι ασυνήθιστο για να τό χρησιμοποιήσω 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εξεζητημένος επιτηδευμένος, προσποιητός αρχ. μσν. επιθυμώ μσν. 1. παρακαλώ 2. επιδιώκω, γυρεύω αρχ. 1. ζητώ την απόδοση… … Dictionary of Greek
ἐκζητῶ — ἐκζητέω seek out pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκζητέω seek out pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐκζητέω seek out pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκζητέω seek out pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξεζητημένος — η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. τού εκζητώ) 1. ο επιτηδευμένος 2. ο προσποιητός, ο αφύσικος … Dictionary of Greek
ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… … Dictionary of Greek